Ανάμεσα στα αγάλματα, στην αίθουσα του βωμού, ζούσαμε άφωνοι, όλοι μαζί, τα πάθη του Οδυσσέα… Βλέπαμε τα μάτια της Αθηνάς να λάμπουν, τα λόγια να πετούν σαν τα πουλιά, ακούγαμε τη θάλασσα, τους κεραυνούς του Δία, τη λύρα και τον άνεμο, ακούγαμε μαγεμένοι λες από σειρήνες.
Ούτε που κατάλαβα πως πέρασαν οι ώρες… Απ’ το πρωί μέχρι αργά τη νύχτα, ώρες παραμυθένιες. Οι ηθοποιοί, ο ένας καλύτερος απ’ τον άλλο, να σηκώνονται οι τρίχες σου όρθιες, προσοχή! Να γίνεται ο λαιμός σου κόμπος απ’ τη συγκίνηση. Το μουσείο έγινε ναός, παλάτι, λιμάνι απάνεμο.
Όσους κόπιασαν γι’ αυτό το θαύμα, απ΄ τον Μαρωνίτη ως τους υπέροχους αρχαιοφύλακες του μουσείου, τους ευχαριστώ, έναν έναν. Και θα τους ευχαριστώ για καιρό πολύ. Και πρώτον απ’ όλους τον Όμηρο…
Αλεξάνδρα Γαβρίλη