ΙΘΑΚΕΣ
Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι το φάντασμα
του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα από του
κυμάτου την αρμύρα
κι’ από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό που
βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του και το σκυλί
του που γέρασε προσμένοντας στη θύρα.
Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ανάμεσα στ’ ασπρισμένα
του γένεια, λόγια της γλώσσας μας, όπως τη μιλούσαν
πριν τρεις χιλιάδες χρόνια.
Γ. Σεφέρης, Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο
Φθαρμένο από την αλμύρα της θάλασσας των Αντικυθήρων, το άγαλμα που παριστάνει τον ώριμο γενειοφόρο Οδυσσέα (πρώτο μισό του 1ου αι. π.Χ.) παρουσιάζεται στην έκθεση για να επισημάνει την επιστροφή μετά την περιπέτεια και να υποσημάνει συνειρμικά τον «μεστωμένο πόθο» του ταξιδευτή «να ξαναδεί τον καπνό που βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του» (Γ. Σεφέρης, Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο).